- κολάζω
- (AM κολάζω)1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.)2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι άλλο χειρότερο» β. «δεῑ τὸν ὀρθῶς βιωσόμενον τὰς μὲν ἐπιθυμίας τὰς ἑαυτοῦ ἐᾶν ὡς μεγίστας εἶναι καὶ μὴ κολάζειν», Πλάτ.)3. δελεάζω, ξελογιάζω, σκανδαλίζω, βάζω κάποιον σε πειρασμό («πάνω που είχε ηρεμήσει, πήγε πάλι και τόν κόλασε»)4. παθ. κολάζομαιτιμωρούμαι μετά θάνατον, την ημέρα τής κρίσεως, για παραβάσεις τού ηθικού νόμου («οἶδε κύριος... ἀδίκους δὲ εἰς ἡμέραν κρίσεως κολαζομένους τηρεῑν», ΚΔ)νεοελλ.παθ. αμαρτάνω, διαπράττω αμάρτημα, παραβαίνω τις θείες εντολές («κολάστηκα πάλι σήμερα μ' αυτόν τον άνθρωπομσν.1. καταδικάζω κάποιον να πάει στην κόλαση2. κουράζω3. προσπαθώ, καταπιάνομαι με κάτι4. υποβάλλω κάποιον σε βασανιστήρια τής κόλασηςμσν.-αρχ.παιδεύω, ταλαιπωρώαρχ.1. κόβω, κλαδεύω («κολάζειν τά δένδρα», Θεόφρ.)2. ικανοποιώ, ευχαριστώ3. μέσ. ενεργώ ώστε να τιμωρηθεί κάποιος («ἀπέλυσαν αὐτούς, μηδὲν εὑρίσκοντες τὸ πῶς κολάσωνται αὐτούς», ΚΔ)4. παθ. α) έρχομαι στη φυσιολογική κατάσταση, διορθώνομαι, επανορθώνομαι («τὸ ἐν μέλιτι χολῶδες κολάζεται», Ιπποκρ.)β) υφίσταμαι αδικία, βλάπτομαιγ) πάσχω από την έλλειψη κάποιου, μού λείπει κάποιος ή κάτι5. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) κεκολασμένος, -η, -ονπεριορισμένος, συγκρατημένος, αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός που εκφράζει το μέτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος «βραχύς, κολοβός». Η αρχική σημ. τής λ. ήταν «αποκόπτω τα άκρα, ακρωτηριάζω» και από αυτήν η λ. έλαβε τη γενικότερη σημ. «τιμωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.